Blog
FAQs
Η λήψη ακτινογραφιών βοηθά τον οδοντίατρο να εκτιμήσει την κατάσταση των δοντιών σας και του οστού που τα στηρίζει.
Με τη βοήθεια της ακτινογραφίας μπορούμε
- να ανιχνεύσουμε την ύπαρξη περιοδοντίτιδας
- να διαπιστώσουμε την παρουσία τερηδόνας κάτω από παλιά σφραγίσματα ή σε σημεία του δοντιού που ο γιατρός δεν έχει οπτική πρόσβαση
- να διαγνώσουμε οδοντικά αποστήματα, κύστεις και όγκους της στοματικής κοιλότητας, κατάγματα οδοντικών ριζών
- να βεβαιωθούμε για την επιτυχή ενσωμάτωση ενός εμφυτεύματος
- να καθορίσουμε τη θέση ενός έγκλειστου δοντιού
- να ελέγξουμε την πορεία μιας ενδοδοντικής θεραπείας κ.λπ.
Σε γενικές γραμμές, το ποσό της ακτινοβολίας που θα δεχτείτε παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό βέβαια εξαρτάται από το είδος της ακτινογραφίας. Ο οδοντίατρος είναι ενήμερος για τις τεχνικές που πρέπει να εφαρμόσει ώστε να περιορίσει την ακτινοβολία στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να επιδεικνύεται σε περιπτώσεις μικρών ασθενών και εγκύων γυναικών. Η λήψη ακτινογραφιών στις παραπάνω περιπτώσεις θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις απόλυτα απαραίτητες, ιδίως κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί μια συγκεκριμένη απάντηση, ο αριθμός όμως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος του κενού και τα υπάρχοντα ανατομικά δεδομένα. Η αντικατάσταση κάθε χαμένου δοντιού θα ήταν η ιδανική μορφή, δεν είναι όμως πάντα απαραίτητη και πραγματοποιήσιμη.
Έτσι υπό ορισμένες συνθήκες τα κενά τεσσάρων δοντιών μπορούν στην ιδανική περίπτωση να αντικατασταθούν με την βοήθεια δύο εμφυτευμάτων και μιας γέφυρας, αλλά όταν δεν υπάρχει αρκετό προσφερόμενο οστό τότε είναι οπωσδήποτε απαραίτητα τρία ή ακόμη και τέσσερα εμφυτεύματα, ώστε να ανταποκριθούν στις δυνάμεις καταπόνησης που ασκούνται σε αυτά μέσω της μάσησης, πίεσης ή του τριξίματος.
Για αισθητικούς λόγους όμως προτιμάται σε κάθε περίπτωση η αντικατάσταση κάθε δοντιού με ένα δόντι. Εμπιστευτείτε εδώ την εμπειρία του ιατρού σας που πραγματοποιεί την εμφύτευση.
Οι επιστημονικές αξιολογήσεις-στατιστικές των εμφυτεύσεων που πραγματοποιήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες με διαφορετικά συστήματα απέδειξαν, ότι τα εμφυτεύματα αποτελούν σήμερα το καλύτερο μέσο θεραπείας σε σχέση με άλλες γνωστές μεθόδους αντιμετώπισης (π.χ. γέφυρες και στεφάνες) στην οδοντιατρική. Επειδή όμως τα εμφυτεύματα τοποθετούνται σε ένα βιολογικό σύστημα (κάθε φορά σε ένα διαφορετικό!), η λειτουργική διάρκεια-διάρκεια ζωής εξαρτάται από πολλούς – αυτήν την στιγμή ακόμη άγνωστους - παράγοντες.
Αν οι οστικές προϋποθέσεις ήταν καλές και το εμφύτευμα οστεοενσωματώθηκε γερά, αν η υπερκατασκευή επιλέχθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να έχει αποφευχθεί η υπερβολική καταπόνηση των εμφυτευμάτων και αν ο ασθενής φροντίζει την κατασκευή αυτή με ιδιαίτερη προσοχή, τότε το ποσοστό επιτυχίας μετά από δέκα έτη θα είναι μεγαλύτερο από 97%. Η αναμενόμενη διάρκεια ζωής των εμφυτευμάτων ανέρχεται σήμερα - στατιστικά αποδεδειγμένα - σε πάνω από 15 έτη. Ένας μεγάλος αριθμός των πρώτων εμφυτευμάτων, που τοποθετήθηκαν πριν περίπου 30 έτη, λειτουργούν ακόμη και σήμερα.
Παράλληλα με την εξειδικευμένη και ποιοτικά σωστή εργασία των θεραπευτών - κατά κανόνα συνεργάζονται στενά οδοντίατροι, γναθοχειρουργοί/ χειρουργοί στόματος και οδοντοτεχνίτες - σημαντικό ρόλο παίζουν τελικά η εντατική και αποτελεσματική φροντίδα των ορατών μερών των εμφυτευμάτων και της υπερκατασκευής με τα κατάλληλα μέσα.
Οι τακτικοί έλεγχοι αποτελούν την μεγαλύτερη εγγύηση για μακροχρόνια επιτυχία.
Η ατομική προφύλαξη εμποδίζει την πρόωρη απώλεια των εμφυτευμάτων!
Τα ήδη επουλωθέντα εμφυτεύματα μπορούν κατά κανόνα να επεκταθούν αργότερα σε περίπτωση περαιτέρω απώλειας των δοντιών. Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου χρησιμοποιεί κανείς τα ήδη υπάρχοντα εμφυτεύματα, πάνω στα οποία έχει τοποθετηθεί μια προσθετική εργασία, θα πρέπει να υπολογίζει στην ανάγκη κατασκευής μιας νέας καινούριας. Η έγκαιρη εμφύτευση όχι μόνο διατηρεί μακροπρόθεσμα το οστό, αλλά αποτελεί και την βάση για μια μόνιμη σταθερή αποκατάσταση των δοντιών μας.
Το ερώτημα της δαπάνης αυτής της θεραπείας προκύπτει ήδη από την αρχή της συζήτησης μεταξύ του ασθενή και του οδοντιάτρου. Είναι φυσικό, διότι έχει κυκλοφορήσει ευρέως, ότι πρόκειται για μια πολύ χρονοβόρα και δαπανηρή θεραπεία. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί ποτέ κατά την έναρξη της συζήτησης. Οι επιθυμίες και οι παραστάσεις του ασθενή καθορίζουν αρχικά τη μορφή της θεραπείας – υπάρχουν απλές και πολύ σύνθετες αποκαταστάσεις. Για παράδειγμα για έναν ασθενή, ο οποίος μπορεί να παραιτηθεί από την προοπτική μιας ολικής οδοντοστοιχίας (με τον όγκο της και την κάλυψη της υπερώας) και μπορεί πάλι να μασήσει στερεή τροφή, τα εμφυτεύματα συμβάλουν σε τελική ανάλυση στην ποιότητας ζωής που ξανακέρδισε, με αποτέλεσμα τα αρχικά υψηλά εμφανισθέντα έξοδα να είναι σχετικά.
Οι ιδιωτικά ασφαλισμένοι ασθενείς καλό θα ήταν να έρθουν σε επικοινωνία με την ασφάλειά τους και να ρωτήσουν, έως ποιο ποσό αναλαμβάνει τα έξοδα. Τα νόμιμα ταμεία ασφάλισης παρέχουν αυτήν την στιγμή ένα σταθερό ποσό για την τεχνητή οδοντοστοιχία. Βασικά όμως ο ασθενής λαμβάνει πριν την έναρξη της θεραπείας έναν προϋπολογισμό εξόδων για την συνολική θεραπεία (χειρουργικό μέρος και μέρος τεχνητής εργασίας). Η εκ των υστέρων επιστροφή εξόδων είναι πάντα πολύ δύσκολη ή ακόμη και μάταιη. Η συγκατάθεση για την θεραπεία αυτή θα πρέπει να δίδεται έπειτα από απάντηση όλων των ερωτήσεων και ώριμη σκέψη. Τα έξοδα θα πρέπει - ανεξάρτητα από τις διαβεβαιώσεις των ασφαλιστών - να καταβληθούν άμεσα στον ιατρό.
Κάθε ασθενής θα πρέπει να αποφασίσει για τον εαυτό του, ποια αξία έχει η εμφύτευση για αυτόν. Το σίγουρο όμως είναι, ότι με την βοήθεια των εμφυτευμάτων, μπορεί να επιτευχθεί μια εξαιρετική βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της αναβάθμισης της λειτουργικότητας του ασθενούς τόσο σε μασητικό όσο σε φωνητικό και αισθητικό επίπεδο.